Είχε τελειώσει η κατά σειρά 3η
Πατριαρχική Θεία Λειτουργία με τον πατριάρχη κ.κ.Βαρθολομαίο και ο κόσμος αποχωρούσε σιγά - σιγά από
την Μονή της Παναγιάς της Σουμελιώτισσας στον Πόντο.
Οι
ώρες που προηγήθηκαν με τις φωνές και τους ψιθύρους των ανθρώπων, αλλά και την
κατάνυξη από τις ψαλμωδίες είχαν γεμίσει τόσο την καρδιά μου, που δεν άντεχα
άλλο κόσμο.
Ήθελα να μείνω μόνη και μάλλον ήθελα να κλάψω, αλλά δεν τα κατάφερα να εξιλεωθώ.Τα δάκρυα έμειναν κρυφά και πνίγηκαν κυλώντας προς το μέρος της καρδιάς.
Η ομίχλη έπαιζε με τις πέτρινες κορφές κι εγώ έστηνα αυτί ν’ ακούσω τον ήχο από τις ψιχάλες που έπεφταν κι ενίσχυαν ακόμη περισσότερο την συγκίνηση μου.
Έμεινα για να φωτογραφήσω τις τοιχογραφίες του
ναού,
αλλά κυρίως ν’ αφουγκραστώ όσο γινόταν με την ησυχία μου το τοπίο και το χώρο.
Ήθελα να μείνω μόνη και μάλλον ήθελα να κλάψω, αλλά δεν τα κατάφερα να εξιλεωθώ.Τα δάκρυα έμειναν κρυφά και πνίγηκαν κυλώντας προς το μέρος της καρδιάς.
Η ομίχλη έπαιζε με τις πέτρινες κορφές κι εγώ έστηνα αυτί ν’ ακούσω τον ήχο από τις ψιχάλες που έπεφταν κι ενίσχυαν ακόμη περισσότερο την συγκίνηση μου.
Ήθελα ν’ αγκαλιάσω του τοίχους, ν’ αγγίξω κάθε σημείο, να ψηλαφήσω τα
σημάδια των αιώνων, μα δεν το έκανα. Μόνο με τα μάτια μου χάιδευα τις ζωγραφιές
και τις κλείδωνα μια-μια στην ψυχή μου.
Εστίασα με το φακό της μηχανής μου και
φωτογράφιζα. Φωτογράφισα σχεδόν κάθε μορφή και σημείο που μπόρεσα, αλλά οι
φωτογραφίες είναι τόσο λίγες μπροστά στο πραγματικό θέαμα.
Ένα ελάχιστο της
αλήθειας τους μπορούν να συγκρατήσουν
και να παρουσιάσουν.
Πώς να περικλείσει μια εικόνα, το
συναίσθημα της χαρμολύπης που σε κυριεύει.
Κάποια στιγμή διαπίστωσα πως
έμειναν λίγοι άνθρωποι στον χώρο, κυρίως οι φύλακες που τακτοποιούσαν διάφορα
πράγματα. Με βαριά την καρδιά και τα βήματα μου, άρχισα ν’ ανεβαίνω τα σκαλιά
προς την έξοδο.
Ήθελα να μείνω κι άλλο. Τόσες ώρες και μου φάνηκαν μόνο σαν μια
στιγμή. Προσπαθούσα να καθυστερήσω την αποχώρηση μου όσο γινόταν, αλλά έπρεπε
να επισπεύσω. Εξάλλου με περίμεναν στο
πούλμαν για την επιστροφή.
Ξάφνου ένιωσα να κρυώνω πολύ κι είπα να μπω για λίγη
ζεστασιά
σ’ ένα από τα δωμάτια που προηγούνται απ’ τον αυλόγυρο του ναού.
Η υγρασία
δεν είναι το καλύτερο μου κι ένιωθα τα γόνατα μου να τρίζουν.
Τι το ‘θελα όμως!; Ο νους μου
έμεινε σ’ εκείνο το δωμάτιο με τα παράθυρα μάτια και το τζάκι στόμα. Υποθέτω
πως ήταν ξενώνας ή αρχονταρίκι.
Τα παράθυρα, τρύπες εξόδου στο φως, σαν μάτια αιχμαλώτισαν τα δικά μου και με τραβούσαν όλο και περισσότερο κοντά τους. Πλησίασα ακουμπώντας το πρόσωπο μου στο προστατευτικό σίδερο για ν’ αντικρίσω τη θέα του γκρεμού. Δέος και φόβος με κυρίευσε από το ύψος και το μεγαλείο της φύσης απλωνόταν μπροστά μου.
Τα παράθυρα, τρύπες εξόδου στο φως, σαν μάτια αιχμαλώτισαν τα δικά μου και με τραβούσαν όλο και περισσότερο κοντά τους. Πλησίασα ακουμπώντας το πρόσωπο μου στο προστατευτικό σίδερο για ν’ αντικρίσω τη θέα του γκρεμού. Δέος και φόβος με κυρίευσε από το ύψος και το μεγαλείο της φύσης απλωνόταν μπροστά μου.
Ένιωσα τόσο μικρή και μηδαμινή ως
παρουσία. Το μεγαλείο του θεού δέσποζε απ’ άκρη σ’ άκρη κι η ψυχή μου
πεταλούδα που φτεροκοπούσε, μην ξέροντας που και πως να σταθεί. Η ματιά μου γλίστρησε
στα δέντρα και γλύκανε από τα γυαλιστερά
φύλλα τους. Η ομίχλη ξέρει πάντα να
κάνει καλά τη δουλειά της. Καθώς μετακινείτε παιχνιδιάρικα επάνω και ανάμεσα
στα δέντρα, είναι σαν κάποιο χέρι να στολίζει με διάφανα πέπλα όλες τις κορφές
στο δάσος.
Γύρισα
προς το εσωτερικό του δωματίου, κοίταξα εκεί που χάσκει ανοιχτό το στόμιο του τζακιού.
Πόσες φλόγες και φωτιές άναψαν κι έκαψαν τα ξύλα, για να ζεστάνουν ανθρώπινες
σάρκες. Και τώρα μένει στεγνό, μουντζουρωμένο και προπαντός κενό. Άδειο από ζωή
κι ενέργεια. Φαντάστηκα μια παρέα ανθρώπων να ψήνουν καφέ στη χόβολη. Να
σερβίρουν λουκούμια (φαντάζομαι υπήρχαν εκείνη την εποχή) και να μιλούν για τα
θαύματα της ζωής. Ποιος είπε ότι και οι τοίχοι δεν έχουν μάτια. Έχουν μάτια
παράθυρα, που σε οδηγούν να δεις κάτι που ως τότε ο νους σου δεν είχε σκεφτεί.
Ποιος είπε ότι οι τοίχοι δεν μιλούν χωρίς φωνή. Μιλούν σιγανά, ψιθυρίζουν
ανάμεσα στις χαραμάδες που αφήνουν οι χτισμένες πέτρες. Αρκεί η καρδιά σου να
θέλει να δεχτεί αυτή την κοινωνία, την
μεταλαβιά των αιώνων.
Πήρα τα μάτια μου κι έφυγα δίχως
να κοιτάξω τίποτε άλλο. Επέστρεφα διασχίζοντας ξανά το μονοπάτι ανάμεσα στα
πανύψηλα δέντρα, περπατώντας αργά και προσεκτικά.
Πατώντας πάνω κι ανάμεσα στις
ρίζες φλέβες που συγκρατούν το χώμα σε απόκρημνα σημεία και χαρίζουν στέρεο
περπάτημα στους προσκυνητές.
Ήμουν σχεδόν μόνη αλλά ούτε που μ’ ένοιαζε τίποτα.
Προηγούνταν κάποιοι άγνωστοι μου και σε μια στροφή ένας ντόπιος με ρώτησε αν
ήθελα βοήθεια.
Έφτασα τελευταία στην πλατεία όπου περίμεναν την αφεντιά μου να
πάμε για φαγητό. Η ώρα κόντευε τρις όταν έφτασα στο εστιατόριο. Ήταν η ώρα ν’
ακούσω «τα καντήλια» κάποιας συνταξιδιώτισσας.. που καθυστέρησα και δεν ήμουν
συνεπής στην ώρα μου κι άλλα τέτοια. Δεν έδωσα συνέχεια, κράτησα όσο πιο καλά μπορούσα μέσα μου τη δύναμη της
ομορφιάς και του μυστηρίου που έζησα. Εξάλλου δεν έχει τη δυνατότητα κανείς να
έχει συχνά ραντεβού με την αιωνιότητα και την ιστορία.
Υγ. Οι φτωχές αράδες μου γράφηκαν χαράματα Πέμπτης στις 11 Οκτώβρη 2012 όπου για πολλοστή φορά κοιτάζοντας τις
φωτογραφίες από το ταξίδι στον Πόντο κατάφερα να περιγράψω και να εκφράσω με λέξεις, εντυπώσεις, σκέψεις και συναισθήματα.