Translate

Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

Ανέβζιγος Αρωθυμία

Μέρα τη μέρα, ώρα την ώρα, στιγμή τη στιγμή, ο χρόνος τρέχει, κυλά και φεύγει! Μέσα απ' τα χέρια, απαλά σαν την άμμο. Μέσα απ' τα μάτια μας, σαν το άπιαστο φως. Κάποτε δυνατά κι άλλοτε αθόρυβα. Κι εμείς ένα δέντρο με ρίζες και κλαδιά, άνθη και καρπούς στις εποχές του χρόνου, γεννιόμαστε, ανθίζουμε, καρπίζουμε και προχωράμε αέναα στη γη, αναζητώντας το ουράνιο τόξο της αγάπης, της ελπίδας και της χαράς. Αυτά έγραφα πέρυσι τέτοια μέρα και μάρτυρας μου το φβ.. Φέτος όμως, πέρα από τη λογική και πέρα από κάθε προσδοκία, η χρονιά που πέρασε ήταν μια δύσκολη χρονιά για όλους μας στην Ελλάδα, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι προσδοκίες του κόσμου για ανέμελες στιγμές έγιναν απογοήτευση μέσα στις καραντίνες της Άνοιξης και του Φθινοπώρου, ενώ συνεχίζονται ως τις μέρες μας λόγω του covid-19.
Για μένα η χρονιά, πέρα από τις γνωστές δυσκολίες, είχε ομορφιές και δημιουργικές εκπλήξεις. Δεν είναι ότι έζησα σπουδαίες καλλιτεχνικές στιγμές και είχα αιτίες κι αφορμές να δημιουργήσω όμορφα έργα, που τα εκτίμησε και τα αγάπησε πολύ ο κόσμος. Είναι που σίγουρα σηματοδοτούν μια νέα διαδρομή στην καλλιτεχνική μου πορεία! Δεν είναι τόσο, ότι πέρασε ακόμη ένας χρόνος και κάθισε στην πλάτη μας! Είναι που λέμε: είμαστε ζωντανοί κι αναπνέουμε! Δεν είναι ότι ταξίδεψα και πάλι στη γη των προγόνων μου κι είχα μια ανεπανάληπτη εμπειρία, ζώντας από κοντά το καλαντάρι των ποντιόφωνων της Τραπεζούντας! (Θέμα για άλλο κείμενο σίγουρα..) Είναι που όσο περνούν τα χρόνια, εγώ άλλο τόσο, νιώθω πιο μικρή από ποτέ! Σαν να κάνω τα πρώτα βήματα μου στη ζωή. Είναι σαν να ζωγραφίζω πρώτη φορά κι όλα τα χρώματα ανατέλλουν και μου χαμογελούν. Είναι που η κουβέντα της γιαγιάς μου "έκιτι πούλι μ', ντ' έσυραμ(ε) σα στράτας και τα εξορίας, ους να ‘ρχουμες σην Ελλάδα" που σημαίνει: Αχ πουλάκι μου, τι τραβήξαμε στους δρόμους και τις εξορίες, ώσπου να φτάσουμε στην Ελλάδα. Κι αυτό το Αχ, ηχεί όλο και πιο δυνατά μέσα στην ψυχή μου και με ωθεί στους ορίζοντες του φωτός και με φέρνει συχνά πίσω στα παιδικά τα χρόνια. Εκεί που μαθαίναμε τον κόσμο δίχως ίντερνετ. Εκεί που ακούγαμε με ανοιχτό το στόμα τις ιστορίες από τους δασκάλους στο σχολείο ή τον παπά στην εκκλησία μας! Σπάνια από κάποιο βιβλίο που ερχόταν στα χέρια μας και οπωσδήποτε τις ατέλειωτες ιστορίες της γιαγιάς.. (αυτό κι αν γίνεται βιβλίο).
Η φτώχια μας, τον καιρό εκείνο ήταν μεγάλη και δεν υπήρχαν περιθώρια, παρά μονάχα για τα εντελώς απαραίτητα και αυτά πολλές φορές έλλειπαν. Αν υπάρχει μια ανάμνηση απ’ αυτά τα χρόνια που γεμίζει με ομορφιά τη σκέψη μου, είναι πως το προσφυγικό σπίτι που έχτισε ο παππούς μου (κι αυτό μια άλλη μεγάλη ιστορία) κι έζησα εκεί ως 14 χρονών, ήταν περιτριγυρισμένο με πολλά οπωροφόρα δέντρα. Ότι δέντρο μπορείς να σκεφτείς υπήρχε εκεί γύρω κι ο τόπος στο παιδικό μυαλό μου, τότε, έμοιαζε ένα μυστήριο, αλλά κι ένας μικρός παράδεισος. Οι αναμνήσεις και οι εμπειρίες πολλές και ποικίλες. Θα σταθώ μέρες που είναι σε μια δυνατή κι αξέχαστη ανάμνηση, που μάλλον μόνο εγώ τη θυμάμαι στην οικογένεια μας, γιατί με γέμισε ανάμικτα συναισθήματα χαράς και λύπης και συστολής μαζί με απορίες για τη ζωή.. Θα μπορούσε να έχει τίτλο: Μια δυνατή παιδική Χριστουγεννιάτικη ανάμνηση!
Είναι το δέντρο που αγάπησα πιο πολύ από όλα και που δεν ήταν ακριβώς δέντρο, αλλά ένα κλαδί – δέντρο! Κάποιοι μπορεί να γελάσετε και κάποιοι άλλοι ίσως συγκινηθείτε γιατί μπορεί να ζήσατε κάτι παρόμοιο. Για μένα όμως πάντα θα είναι μια ανάμνηση χαρακτηριστική της παιδικής ηλικίας, που παραμένει ζωντανή και θρέφει την ψυχή μου. Το γεγονός συνέβη πριν πολλά χρόνια και λίγο ακόμα θα μπορώ να λέω, εδώ και μισό αιώνα. Οπότε, μπορώ να λέω πως είναι από τα δικά μου αληθινά παραμύθια ή και όνειρα για μελλοντική έκδοση! Παιδί του Δημοτικού σχολείου, κάπου ανάμεσα 9-12 χρονών, δεν θυμάμαι ακριβώς, δεν είχα δει και πολλά στη ζωή μου, εκτός από το χωριό μου, τα βιβλία του σχολείου και τα καράβια που περνούσαν από το Θερμαϊκό κόλπο, που όταν είχε καθαρό καιρό, από το σπίτι μας φαινόταν μέχρι και η Χαλκιδική. Να μην ξεχάσω βέβαια να σας πω και για τα φιγουρίνια της θείας Παρθένας, η οποία ήταν μοδίστρα! Τα δε φιγουρίνια μόνο στα κρυφά, φυσικά από τους άλλους εννοείται τα έβλεπα, διότι αποτελούσαν εργαλεία δουλειάς και δεν άφηνε να τ’ αγγίξει κανείς μη τυχόν και τα τσαλακωθούν ή σκιστούν καθώς ήταν δυσεύρετα. Στο σπίτι λοιπόν της θείας Παρθένας, που συχνά ερχόταν κόσμος κι από άλλα χωριά, ως πελάτες για να ράψουν ρούχα, είχα δει πρώτη φορά στη ζωή μου Χριστουγεννιάτικο δέντρο! Παρόλο που δεν ήταν μεγάλο ή πλούσιο όπως τα σημερινά, μού είχε κάνει τρομερή εντύπωση! Ειδικά οι πολύχρωμες μπάλες που είχε για στολίδια. Τόσο μεγάλη ήταν η επιθυμία μου να αποκτήσουμε κι εμείς στο δικό μας φτωχικό σπίτι, χριστουγεννιάτικο δέντρο, που είχα ζαλίσει τους γονείς μου να πάρουμε κι εμείς. Έλα όμως που δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση! Από τη μία δεν υπήρχαν χρήματα, κι από την άλλη θεωρούσαν πως πρόκειται για περιττό έξοδο! Έλα όμως που εγώ ήθελα δέντρο οπωσδήποτε! Στο κάτω-κάτω ζούσαμε σε χωριό, και κάλλιστα ο πατέρας μου μπορούσε να κόψει ένα για να το στολίσουμε! Έλα όμως που ο μπαμπάς μου ο Γιωρίκας αγαπάει τα δέντρα και δεν τα κόβει!
Ένα απόγευμα λοιπόν, πριν τα Χριστούγεννα, επιστρέφει από κάποια δουλειά, που είχε πάει προς το δάσος με το κάρο και το κόκκινο-καφετί άλογο μας. Σε λίγο τον βλέπω να ξεφορτώνει κάτι και μού λέει: ορίστε και το δέντρο σου! Εκείνο βέβαια δεν ήταν δέντρο όπως αυτά τα συνηθισμένα, αλλά ένα μεγάλο κλαδί, λίγο ξερό νομίζω, ίσως λίγο χλωρό; Δεν θυμάμαι ακριβώς. Σίγουρα πάντως είχε λεπτά αγκαθωτά φύλλα. Ήταν δηλαδή ένα κλαδί από πουρνάρι και δεν είχε επάνω του κανέναν από κείνους τους κόκκινους καρπούς που έχουν τα σημερινά διακοσμητικά πουρνάρια! Το κλαδί που λέτε, μπήκε σε έναν χαμηλό τενεκέ με χώμα και τοποθετήθηκε στο δωμάτιο με το τζάκι, που συγχρόνως ήταν κουζίνα και καθιστικό! Οκ, δέντρο βρήκαμε, σκέφτηκα, τώρα όμως είχα το μεγάλο πρόβλημα με τί να το στολίσω;! Πού θα βρω στολίδια?! Έσπαγα το κεφάλι μου αλλά δεν είχα καν επιλογές! Έτσι έκοψα κάποιες σελίδες από ένα τετράδιο μου, τις έβαψα με ξύλινες μπογιές κι έπειτα τις τσαλάκωσα και τις έκανα μπάλες. Τις στερέωσα ανάμεσα στα κλαδιά, αλλά το δέντρο μου πάλι φαινόταν άδειο! Δεν είχε καμία σχέση με αυτό της θείας Παρθένας, που ήταν λαμπερό κι επιπλέον είχε ένα όμορφο γυαλιστερό, κάτι σαν πέπλο για χιόνι! Έπρεπε οπωσδήποτε και το δικό μου δέντρο να έχει χιόνι. Και τότε θυμήθηκα που έκρυβε η μάνα μου το βαμβάκι! Το πήρα στα χέρια μου και με ενθουσιασμό άπλωσα τούφες μικρές και μεγάλες πάνω στα κλαδιά. Σε μερικά σημεία το είχα φτιάξει σχεδόν αραχνοΰφαντο!!! Από κει και πέρα θυμάμαι μόνο τις φωνές της Μαριγούλας, ότι κατέστρεψα το βαμβάκι και που θα βρίσκαμε άλλο, σε περίπτωση που κάποιος τραυματίζονταν ή άνοιγε κάποια πληγή για να την περιποιηθεί. Είμαστε ξέρετε τρία αδέρφια, που κάθε λίγο και λιγάκι κάποιος έπεφτε ή σκόνταφτε και χτυπούσε τα γόνατα του, οπότε το βαμβάκι έκανε πάντα παρέα με το ιώδιο.. Εν τω μεταξύ, καθώς περάσανε οι μέρες, Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά και Φώτα το κλαδάκι-δέντρο με τα μυτερά του φύλλα άρχισε να μαραίνετε. Έτσι μια και δυο το κάψαμε στο Τζάκι που λαμπάδιασε και μαζί του κάηκαν κι οι καλικάντζαροι όπως είπε κι η μαμά μου. Τώρα πως γίνεται να υπάρχουν σήμερα τόσοι καλικάντζαροι τριγύρω, δεν ξέρω ποιος το επιτρέπει!
Κι η ζωή προχωρά και το φορτίο της μνήμης μας κάθε χρόνο μεγαλώνει και μας ταξιδεύει με την ανέβζιγο αρωθυμία, την άσβεστη πεθυμιά για όσα ζήσαμε και πέρασαν, μα και για όσα θα θέλαμε να ζήσουμε και προσδοκούμε πως κάποτε αυτά τα όνειρα θα βγουν αληθινά! Με αυτή την κινητήριο δύναμη ταξιδεύουμε και πλέουμε σε θάλασσες και πελάγη, με καημούς και χαρές, κρύβοντας έναν Οδυσσέα στα στήθη μας και ψάχνοντας κάθε φορά τρόπους να περάσουμε από τις συμπληγάδες πέτρες. Είμαστε ήδη έναν αιώνα κι έναν χρόνο φορτωμένοι με καημούς κι ευθύνες. Οι επέτειοι σηματοδοτούν και ορίζουν τα πιστεύω, τα ιδανικά και τα οράματα μας! Είθε να έρθει η λύτρωση από κάθε ταλανισμό! Κι ας γίνουν οι φωνές μας μια δυνατή κραυγή, που θα φτάσει πιο γρήγορα εκεί που πρέπει για να διώξει κάθε κακό. Υείαν, ευλοΐαν και καλοχρονίαν !!! Υγ. ώρα να ετοιμάσω τη βασιλόπιτα με κρέας και πράσα, που άρεσε στη μαμά μου!